Ακόμη κι ένας άνθρωπος χωμένος μια ζωή μέσα στα βιβλία, όπως το υποκείμενό μου, μπορεί να μην έχει διαβάσει ορισμένα κλασικά λογοτεχνικά κείμενα της παγκόσμιας γραμματείας ή να γνωρίζει ελάχιστα, επί της ουσίας, το έργο συγγραφέων που ακριβώς με το έργο τους ή και με τη βιογραφία τους κατέχουν διακεκριμένη θέση στην παγκόσμια λογοτεχνική κληρονομιά.
Μία τέτοια περίπτωση αποτελεί για μένα ο Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα. Με γοήτευαν από νέο η εποχή στην οποία έζησε, οι μεγάλες προσωπικότητες της τέχνης (συγγραφείς αλλά και ζωγράφοι και σκηνοθέτες) που συναναστράφηκε και κυρίως ο τραγικός του θάνατος: τον εκτέλεσαν, στα 38 του χρόνια, οι φασίστες του δικτάτορα Φράνκο, επειδή ήταν ομοφυλόφιλος. Το 1974, λίγο πριν από την κατάρρευση της δικτατορίας, εντυπωσιάστηκα από την παράσταση του θεατρικού του Οι Φασουλήδες του Κατσιπόρα, στο θέατρο Κήπου της Θεσσαλονίκης, σε σκηνοθεσία Πέτρου Φυσσούν, ο οποίος πρωταγωνιστούσε κιόλας.
Την παράσταση πλούτιζαν υπέροχα τραγούδια του Χρήστου Λεοντή, σε στίχους του Λευτέρη Παπαδόπουλου, με ερμηνευτές τον Μανώλη Μητσιά και την Τάνια Τσανακλίδου. Εκείνη την εποχή τον άκουγα ξανά και ξανά και ξανά… Στα χρόνια που ακολούθησαν, είδα κι άλλα θεατρικά του: Το σπίτι της Μπερνάντα Άλμπα, Περλιμπίν και Μπελίσα, Ματωμένος γάμος, σε ποικίλα ανεβάσματα… Για το Ντουέντε του Λόρκα (το κείμενο μιας διάλεξής του στο Μπουένος Άιρες, το 1934) δεν ήξερα απολύτως τίποτε. Αλλά ούτε για το Ντουέντε του Σταμάτη Κραουνάκη είχα ακούσει – διαβάσει το παραμικρό!
Έτσι, όταν, τον περασμένο Απρίλιο, ο ―αρχαίος φίλος― Κραουνάκης με προσκάλεσε να δω τον «Λόρκα τους» στο Θέατρο Τέχνης, πήγα κυριολεκτικά ανύποπτος για το τι θα παρακολουθούσα. Όταν άρχισαν να κατεβαίνουν τις δύο σκάλες στα πλάγια της σκηνής οι μαυροντυμένες φιγούρες του Χρήστου Γεροντίδη και του Κώστα Μπουγιώτη, άρχισα να προαισθάνομαι πως κάτι πολύ ιδιαίτερο θα ακολουθούσε.
Και δεν διαψεύστηκα. Στα 90 λεπτά που διαρκεί η παράσταση, δεν δίνεται κανένας ορισμός της λέξης-τίτλου. Ο όρος πλαγιοκοπείται σταθερά και επίμονα με μεταφορές, παρομοιώσεις, περιφράσεις, λόγια άλλων που τον περικυκλώνουν αλλά ποτέ δεν τον περιορίζουν σε μονοσήμαντη ερμηνεία μίας ή δύο λέξεων.
Ο Κραουνάκης, μακριά και έξω από κάθε τι στο οποίο μας έχει συνηθίσει, αποδίδει ―φλεγόμενος― με τον δικό του, ελεγχόμενα (εδώ) πληθωρικό τρόπο, το κείμενο (μεταφρασμένο υποδειγματικά από την Ολυμπία Καράγιωργα).
Προσθέτει όμως στην παράσταση δέκα μελοποιημένα από τον ίδιο, εδώ και πολλά πολλά χρόνια, ποιήματα του Λόρκα (από το libro de poemas), που τα ερμηνεύουν μοναδικά οι τενόροι Χρήστος Γεροντίδης και Κώστας Μπουγιώτης (στο πιάνο ο Βασίλης Ντρουμπογιάννης, τσέλο ο Γιώργος Ταμιωλάκης). Πρόκειται ―το έχω ξαναγράψει αλλά δεν βλάπτει να το επαναλάβω― για μία από τις πιο καθηλωτικές παραστάσεις που έχω δει στη ζωή μου, μια αληθινή ιερουργία καμωμένη με “φτωχά” πλην τίμια υλικά.
Μετά το τέλος της παράστασης, αφού έφυγαν οι άλλοι θεατές, έμεινα καθηλωμένος στη θέση μου, προσπαθώντας να διαχειριστώ τη συγκίνησή μου για το θέαμα-ακρόαμα που μόλις είχα παρακολουθήσει. Θα μπορούσα να μείνω εκεί μέχρι το πρωί, αγκαλιάζοντας με το βλέμμα μου το μεγάλο τραπέζι και τις δύο μοναστηριακές πολυθρόνες, τους ξύλινους δίσκους με τα κεριά στις δύο άκρες της σκηνής, τις φλούδες από το πορτοκάλι που τελετουργικά ξεφλούδισε μ’ ένα παλιακό σουγιαδάκι ο Κραουνάκης και τα σπασμένα κομμάτια από μεγάλα ραβδιά κανέλας που στο φινάλε χρησιμοποίησαν σαν κρόταλα οι δύο τραγουδιστές ― όταν άρχισαν να σβήνουν τα φώτα, βγήκα από την αίθουσα βάζοντας σαν τον κλέφτη ένα κομμάτι κανέλας στο σακίδιό μου.
Να δείτε οπωσδήποτε αυτήν την παράσταση, που θα παίζεται στο θέατρο της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών 11-13 Σεπτεμβρίου. Θα με ευγνωμονείτε ― όπως ευγνωμονώ κι εγώ τον Κραουνάκη που με παρότρυνε να τη δω.